φιλείρηνος

φιλείρηνος
-ον, Μ
φιλειρηνικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -είρηνος (< εἰρήνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

  • φιλειρηνικός — ή, ό / φιλειρηνικός, ή, όν, ΝΜ [φιλείρηνος] αυτός που αγαπά την ειρήνη, ειρηνόφιλος νεοελλ. αυτός που αποβλέπει στην διασφάλιση τής ειρήνης («φιλειρηνική κίνηση») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”